απειθάρχητος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
-η, -ο
αυτός που δεν πειθαρχεί, ατίθασος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].