ατζαμής
Greek Monolingual
ο (θηλ. ατζαμού και άτζαμη, ουδ. -μίδικο)
1. άπειρος, αδέξιος, αδαής
2. επιστρατευμένο χριστιανόπουλο για συμπλήρωση κενού στον τουρκικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. acemi].
ο (θηλ. ατζαμού και άτζαμη, ουδ. -μίδικο)
1. άπειρος, αδέξιος, αδαής
2. επιστρατευμένο χριστιανόπουλο για συμπλήρωση κενού στον τουρκικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. acemi].