Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ατμίδα
Greek Monolingual
η (AM ἀτμίς) ατμός ατμός, ομίχλη νεοελλ. φρ. «ατμίδες ηφαιστειακές» — ανοίγματα στην επιφάνεια της γης από τα οποία εκλύονται αέρια (αποτελούν ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας).