ατμομηχανή

Greek Monolingual

η
1. μηχανή που παράγει κίνηση από την παλινδρομική κίνηση ενός εμβόλου μέσα σε έναν κύλινδρο με τη βοήθεια ατμού
2. η ατμάμαξα του σιδηροδρομικού συρμού.