ατσίδα

Greek Monolingual

η (και ουδ. ατσίδι, το)
1. νυφίτσα, κουνάβι
2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, -ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του -κτι- σε -τσι- πρβλ. γαλακτίς-γαλακτίδα-γαλατσίδα].