Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αυθυπαρξία
Greek Monolingual
η το να υπάρχει κάτι ή κάποιος από μόνος του, χωρίς να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του. [ΕΤΥΜΟΛ.<αυθ- (πρβλ. αυτο-) +ύπαρξη (-ις) (πρβλ. ανυπαρξία). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].