αυθυποβάλλομαι

Greek Monolingual

υφίσταμαι αυθυποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις].