αὐλητικός, -ή, -όν (Α) αυλητής1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητικήη τέχνη του αυλητή.