αυλητικός

Greek Monolingual

αὐλητικός, -ή, -όν (Α) αυλητής
1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό
2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική
η τέχνη του αυλητή.