Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αυλωπίας
Greek Monolingual
αὐλωπίας, ο (Α) είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas. [ΕΤΥΜΟΛ.<αυλός+ -ωπίας<ωπ (<ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίαςκ.ά.)].