πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ὀξυωπίας, -ου, ὁ (Α)αυτός που έχει δυνατή όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. -ίας (πρβλ. μυωπίας)].