αυτοκυριαρχία

Greek Monolingual

η
το να κυριαρχεί κάποιος στον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + κυριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Νικόλαο Ι. Σαρίπολο].