αφηρημένος
Greek Monolingual
και αφαιρεμένος, -η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ)
1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι
2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος
3. «αφηρημένα ουσιαστικά» — αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα
4. «αφηρημένοι αριθμοί» — αριθμοί των οποίων το είδος των μονάδων δεν δηλώνεται (έτσι οι 3, 8, 40... θεωρούνται αφηρημένοι αριθμοί, ενώ 3 άλογα, 8 άλογα... είναι συγκεκριμένοι)
5. «αφηρημένη τέχνη» — ένα από τα χαρακτηριστικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα, το οποίο εκδηλώθηκε στις εικαστικές τέχνες του 20ού αιώνα, με κυρίαρχο στοιχείο την άρνηση της αναπαράστασης του εξωτερικού κόσμου, που φθάνει κάποτε ως την άρνηση και της υπαινεκτικής ακόμη αναφοράς στον κόσμο αυτόν.