Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αφθώδης
Greek Monolingual
-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα») νεοελλ. φρ. «αφθώδηςπυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.