η (AM ἀφοβία) άφοβοςέλλειψη φόβου, γενναιότητααρχ.-μσν.1. το να μη φοβάται κανείς τον θεό, η ασέβεια2. το να μη φοβάται κανείς τις δυσκολίες της ζωής.