(AM ἀφυπνίζω) υπνίζωξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσεινεοελλ.ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω.