Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αφότου
Greek Monolingual
(χρον. σύνδ.) από τη στιγμή που συνέβη κάτι, από τότε που... [ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ότου<από+ότου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας όστις) πρβλ. έως ότου)].