αχός
Greek Monolingual
ο
1. ήχος, βοή
2. υπόκωφος ήχος
3. ήχος φλογέρας ή άλλου οργάνου
4. αναστεναγμός («αναστενάζω, βγαίνει αχός, και μέσα μένει ο πόνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ < ηχώ].
ο
1. ήχος, βοή
2. υπόκωφος ήχος
3. ήχος φλογέρας ή άλλου οργάνου
4. αναστεναγμός («αναστενάζω, βγαίνει αχός, και μέσα μένει ο πόνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ < ηχώ].