ὁ, Dor. for ἀετός, αἰετός.
v. ἀετός.
αἰητός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ αἰετός, ἀετός.
αἰητός: дор. = ἀετός.
dor. = ἀετός, Pind. P. 4.4; auch Arat. 521.