αἰπύκερως

English (LSJ)

ων, gen. ω, = ὑψίκερως, EM 37.38, Suid.

Spanish (DGE)

-ων
de altísimos cuernos, ἔλαφος Babr.Dact.3, cf. EMα 537, Et.Gen.α 232, Et.Sym.α 301, Theognost.Can.14.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπύκερως: -ων, γεν. -ω, = ὑψίκερως, Ἐτυμ. Μ. 37. 38, Σουΐδ.

German (Pape)

hochgehörnt, ταῦρος, ἔλαφος, Vetera Lexica.