αἱματηφόρος

English (LSJ)

αἱματηφόρον, bringing blood: bloody, μόρος A.Th.419 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte du sang.
Étymologie: αἷμα, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματηφόρος -ον αἷμα, φέρω die bloed brengt, bloedig:. αἱματηφόρος μόρος het bloedige doodslot Aeschl. Sept. 419 (lyr.).

German (Pape)

μόρος, Aesch. Spt. 401, blutbringendes Geschick.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτηφόρος: несущий кровопролитие, смертоносный (μόρος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.

Greek Monotonic

αἱμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φέρω
bringing blood, bloody, Aesch.