смертоносный
From LSJ
Russian > Greek
ἀνδροφθόρος, αἱματηφόρος, ὠκύμορος, δυσθάνατος, θανάσιμος, σφάγιος, διασφακτήρ, θανατηφόρος, ἀνδροδάϊκτος, ἀνδροφόνος
ἀνδροφθόρος, αἱματηφόρος, ὠκύμορος, δυσθάνατος, θανάσιμος, σφάγιος, διασφακτήρ, θανατηφόρος, ἀνδροδάϊκτος, ἀνδροφόνος