смертоносный
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Russian > Greek
ἀνδροφθόρος, αἱματηφόρος, ὠκύμορος, δυσθάνατος, θανάσιμος, σφάγιος, διασφακτήρ, θανατηφόρος, ἀνδροδάϊκτος, ἀνδροφόνος