αἱμυλομήτης

English (LSJ)

αἱμυλομήτου, ὁ, of winning wiles, h.Merc.13.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astuta de Hermes h.Merc.13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l'art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

German (Pape)

ὁ, von einschmeichelnder List, H.h. Merc. 13; einige mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυθον, Ilgen αἰσυλομήτην.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μήτις
of winning wiles, Hhymn.