αὐξηρός

English (LSJ)

αὐξηρόν, dub. l. in Nic.Al. 588.

Spanish (DGE)

-όν que crece δόνακες Nic.Al.588.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξηρός: -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἴσως ἦτο αὖ ξηρῶν, διότι ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».

German (Pape)

l.d., Nic. Al. 588, v.l. αὖ ξηρός, vom Rohr, man vermutet αὐχμηρός.