αὐτοέκαστος

English (LSJ)

αὐτοέκαστον, = αὐθέκαστος, Arist.Top.162a27; τὸ αὐτοέκαστον = each thing in itself, the idea of each object, Id.EN1096a35, cf. Dam.Pr. 427.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ αὐτοέκαστον = el ser, la cosa en sí εἴ τις ... ᾔτηται δὲ καὶ αὐτόδοξαν ἀληθῆ εἶναι καὶ αὐ. μάλιστ' εἶναι· ὥστε αὕτη ἡ δόξα ἀκριβεστέρα ἐστίν y si uno pretende que hay una auténtica opinión en sí y que una cosa que es en sí es más (esa cosa), de ello se sigue que esta opinión (e.e. la que es en sí) es más exacta Arist.Top.162a27, cf. 31, EN 1096a35, Dam.in Prm.427.

German (Pape)

[Seite 397] = αὐθέκαστος, τὸ αὐτοέκαστον, Arist. Nic. 1, 6, 5, das Ideal, od. die Idee eines jeden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chacun en soi ; τὸ αὐτοέκαστον l'idée de chacun en soi.
Étymologie: αὐτός, ἕκαστος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοέκαστος: каждый в отдельности Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοέκαστος: -ον, = αὐθέκαστος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 14· τὸ αὐτοέκαστον, ἡ ἰδέα ἐκάστου πράγματος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 5.

Greek Monotonic

αὐτοέκαστος: -ον, = αὐθέκαστος· τὸ αὐθέκαστον, η ιδέα ή μορφή κάθε πράγματος, σε Αριστ.

Middle Liddell

το αὐτ. the ideal or form of each object, Arist.