αὐτόπρεμνος
English (LSJ)
αὐτόπρεμνον, together with the root, root and branch, τὰ δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται (sc. δένδρα) S.Ant.714, cf. Antiph.231.7; ἀνασπᾶν αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ar.Ra.903 (paratrag.); αὐτόπρεμνόν τι νέμειν give in absolute possession, A.Eu.401.
Spanish (DGE)
-ον
con todas sus raíces
1 de raíz τὰ (δένδρα) δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται los (árboles) que resisten perecen arrancados de raíz S.Ant.714, cf. parod. cóm., Antiph.231.7, δένδρεα δ' αὐτόπρεμνα μετωχλίσθησαν ἀρούρης fueron apalancados de la tierra árboles arrancados de raíz Nonn.D.2.77
•fig. parod. trág. αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα lanzándose (como un torrente) con palabras arrancadas de raíz, e.d. grandes y rudas Ar.Ra.903, ref. a la obstinación de una pers. ὁ δ' ἀντιτείνων αὐ. οἴχεται Eup.260.25, ἵνα ... ἡ ἁμαρτία αὐ. πᾶσα διαφθαρῇ para que el pecado arrancado de raíz perezca del todo Meth.Res.1.40, πᾶσαν ὑπόθεσιν σκανδάλου αὐτόπρεμνον ἀνασπώντων arrancando de raíz todo motivo de escándalo Isid.Pel.Ep.M.78.713A
•ref. a pers., de Laódica τὴν μὲν αὐτόπρεμνον ἡ τοκὰς κόνις χανοῦσα κευθμῷ χείσεται διασφάγος a una (vida) arrancada de cuajo la tierra madre abriéndose la cubrirá en lo hondo de una cavidad Lyc.316, cf. Hsch.
2 con su propio suelo γῆν ... ἣν ... ἔνειμαν αὐτόπρεμνον ... ἐμοί la tierra ... que ... me dieron con su propio suelo A.Eu.401.
3 enraizado en sí mismo de Cristo y su Padre ἓν γένος ἐσμέν, ἔμφυτον, αὐτόπρεμνον somos un solo linaje, enraizado en sí mismo Nonn.Par.Eu.Io.10.30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec les racines elles-mêmes, càd entier ; αὐτόπρεμνόν τι διδόναι ESCHL donner qch avec les racines, càd en toute propriété.
Étymologie: αὐτός, πρέμνον.
German (Pape)
(πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710.
• Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόπρεμνος:
1 вместе с корнем (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);
2 перен. целиком и полностью (αὐτόπρεμνον διδόναι τι Aesch.);
3 ирон. огромный, буйно разросшийся (λόγοι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόπρεμνος: -ον, σὺν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ, αὐτόρριζος, ἐπὶ δένδρων, τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται Σοφ. Ἀντ. 714· πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10· αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ὁλόκληρος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 401.
Greek Monolingual
αὐτόπρεμνος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα
2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»].
Greek Monotonic
αὐτόπρεμνος: -ον (πρέμνον), αυτός που έχει μαζί του τη ρίζα, που είναι μαζί με τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Σοφ., Αριστοφ.· αὐτόπρεμνος τι διδόναι, παραδίδομαι στην απόλυτη κατοχή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πρέμνον
together with the root, root and branch, Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to give in absolute possession, Aesch.