κούτσουρο

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

και κουτσούρι, το
1. κορμός δένδρου κομμένος ή κλαδεμένος
2. χοντρό ξύλο που χρησιμεύει συνήθως ως καυσόξυλο
3. κορμός αμπελιού
4. κομμάτι χοντρού κορμού πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας
5. μτφ. αμόρφωτος, αγράμματος
6. (για μαθητή) αμελής, αδιάβαστος («έμεινε στην ίδια τάξη γιατί ήταν κούτσουρο»)
7. παροιμ. «το ποτάμι κάθε μέρα κούτσουρα δεν κατεβάζει» — κάθε μέρα δεν παρουσιάζονται ευκαιρίες για κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόψ-ουρον (< θ. κοψ- του κόπτω + ουρά)].