αὐτόχειρος
English (LSJ)
αὐτόχειρον, = αὐτοχείριος (with one's own hand), Hsch. Adv. αὐτοχείρως, = αὐτοχειρί, Sch. E. Or. 1040, v.l. in Hierocl. Facet. 152.
Spanish (DGE)
-ον
1 αὐτόχειρος· ὁ ἑαυτὸν ἐγχειρίσας Hsch.
2 adv. αὐτόχείρως = con la propia mano ἐὰν αὐ. τοῦτο πράξωμεν Hierocl.Facet.152β, cf. Sch.A.Th.44a, Sch.E.Or.1040.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχειρος: αὐτόχειρον, «ὁ ἑαυτὸν ἐγχειρίσας» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. αὐτοχείρως = αὐτοχειρί, Βυζ.