βάδιση
Greek Monolingual
η (AM βάδισις) βαδίζω
το να βαδίζει κανείς, περπάτημα
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.
η (AM βάδισις) βαδίζω
το να βαδίζει κανείς, περπάτημα
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.