βάτινος
German (Pape)
[Seite 439] vom Dornstrauch, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
βάτινος: -η, -ον, (βάτος) ἐκ τοῦ βάτου, Γαλην. 6, 346.
Spanish (DGE)
-ον mes. denso Hsch.β 334.
Greek Monolingual
και βάτσινος και βάτικος, -η, -ο
Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου
ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον)
ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή του -τ- σε -τσ- κατά την προφορά της λέξεως].