βίωμα

Greek Monolingual

το [βιώ (II)]
οτιδήποτε έζησε κανείς και ειδικότερα οτιδήποτε αποτέλεσε γι' αυτόν μια ειδική εμπειρίασυχνά τραυματική— καθοριστική για τη μετέπειτα στάση ζωής του.