βαθυπράσινος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σκούρο πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Παύλο Λάμπρου].