βαθυπώγων

English (LSJ)

βαθυπώγον, gen. ωνος, with thick beard, D.S.34.1, Plu.2.710b, Luc.JTr.26.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠπώγων) -ον
• Morfología: [gen. -ωνος]
de larga y espesa barba D.S.34.1, Plu.2.710b, Luc.ITr.26.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
à la barbe longue ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, πώγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυπώγων -ον, gen. -ονος βαθύς, πώγων met dikke baard.

German (Pape)

ωνος, langbärtig, Luc. Iup. Tragodop. 26; DS. 34.1; Plut.

Russian (Dvoretsky)

βαθυπώγων: ωνος adj. длиннобородый или обросший густой бородой Plut., Luc., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠπώγων: -ον, πυκνοπώγων, Λουκ. Δι. Τραγ. 26.

Greek Monolingual

βαθυπώγων, ο (Α)
αυτός που έχει πυκνά γενιά.