βαθύφυλλος

English (LSJ)

βαθύφυλλον, thick-leafed, leafy, Mosch.Fr.1.11.

Spanish (DGE)

(βᾰθύφυλλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de denso follaje πλάτανος Mosch.Fr.1.11 (p.151).

German (Pape)

[Seite 425] πλάτανος, dicht belaubt, Mosch. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage épais.
Étymologie: βαθύς, φύλλον.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύφυλλος: -ον, πυκνόφυλλος, φυλλώδης, φυλλοφόρος, Μόσχ. 5. 11.

Greek Monotonic

βᾰθύφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Μόσχ.

Middle Liddell

φύλλον
thick-leafed, Mosch.