(I)η(θηλ. του επίθ. βαρύς)βλ. βαρύς.(II)η(Μ βαρέα)βαρύ, μεγάλο σιδερένιο σφυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαριά < μσν. βαρέα < αρχ. βαρεία, θηλ. του επίθ. βαρύς.(III)επίρρ.βλ. βαρύς.