βαρεία

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

βλ. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επίθ. βαρύς, με χρήση ουσιαστικού].