βαρυποινίτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. βαρυποινίτισσα, η)
εκείνος που έχει καταδικαστεί σε βαριά ποινή (θάνατο ή ισόβια δεσμά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ποινή. Η λ. βαρυποινίτης μαρτυρείται το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς από τον Δ. Γκότση].