βαρυταρβής
English (LSJ)
βαρυταρβές, terrifying, εἰκών A.Fr.57.11.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠταρβής) -ές
gravemente pavoroso τυμπάνου δ' εἰκών ... φέρεται β. A.Fr.57.11.
German (Pape)
[Seite 435] τυμπάνου ἠχώ, schwer erschreckend, Aesch. frg. Edon. 51.
Russian (Dvoretsky)
βαρυταρβής: наводящий ужас, ужасающий (τυπάνου εἰκών Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠταρβής: -ές, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φοβερός, εἰκὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.
Greek Monolingual
βαρυταρβής (-οῦς), -ές (Α)
εκείνος που προκαλεί μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + τάρβος «φόβος, τρόμος»].