βδέσμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (βδέω) stench, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ματος, τό hedor, Gloss.2.256.

Greek (Liddell-Scott)

βδέσμα: τό, (βδέω) πορδή, ἡ φῦσα, Λατ. visium. Γλωσσ.