βελονομαστοειδής

Greek Monolingual

-ές
ανατ. φρ. «βελονομαστοειδές τρήμα» — τρήμα ανάμεσα στη βελονοειδή και μαστοειδή απόφυση, μέσα από το οποίο περνά το προσωπικό νεύρο.