Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βενζίνη
Greek Monolingual
και βενζίνα, η ελαφρό υγρό, προϊόν της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου, άχρωμο ή τεχνητά χρωματισμένο, με χαρακτηριστική, έντονη οσμή, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως διαλύτης ή σε άλλες βιομηχανικές διεργασίες.