βιαιοπραγώ

Greek Monolingual

(-έω)
1. χρησιμοποιώ βία
2. επιτίθεμαι άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιαιοπραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].