βιβλιονόμος

Greek Monolingual

ο
ο βιβλιοθηκονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -νόμος < νέμω (πρβλ. βιβλιοθηκονόμος, αστυνόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αχιλλέα Ποστολάκα].