αστυνόμος

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

ο (Α ἀστυνόμος)
νεοελλ.
1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας
2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ.
μσν.
ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη
αρχ.
1. αυτός που προστατεύει την πόλη
α) «ἀστυνόμαι θεαί»
6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» — επίσημες κρατικές γιορτές
γ) «ἀστυνόμαι ὀργαί» — αισθήματα υπακοής στους νόμους της πόλης
2. ως ουσ. εκείνος που έχει την ευθύνη για την τάξη, την κατάσταση των δρόμων και των κτηρίων σε μια πόλη
3. (στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νομος < νέμω (πρβλ. αγρονόμος, δασονόμος, παιδονόμος, τροχονόμος)].