βιοθάλμιος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
βιοθάλμιος: в цвете лет, цветущий (ἀνήρ HH).
Greek (Liddell-Scott)
βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.
Greek Monolingual
βιοθάλμιος, -ον (Α)
θαλερός, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»].
Greek Monotonic
βῐοθάλμιος: -ον (θάλλω), ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός, σε Ομηρ. Ύμν.