βλής
English (LSJ)
ητός, ὁ, ἡ, thrown, prob. f.l. for ἀβλής, Call. Fr.anon.341.
Spanish (DGE)
-ητός
arrojado, tirado νύμφα φίλη, καὶ βλητὶ λίθῳ ἐνὶ δάκρυον ἧκας Call.Fr.788.
German (Pape)
[Seite 449] ητός, geworfen, poet., Schol. Il. 23, 254, häufiger in Compp.
Greek (Liddell-Scott)
βλής: ητός, ὁ, ἡ, βεβλημένος, ἐρριμμένος, Ποιητ. ἐν Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ψ. 254. Ἴδε Καλλιμάχεια τ. 2. σ. 776 (ἔκδ Schneider).