βλαδαρός

English (LSJ)

ά, όν, = πλαδαρός, flaccid, cj. in Gal.19.88:—Hsch. has βλᾰδός and βλᾰδύς (which is prob. in Hp. Aër.20). (With βλαδύς cf. Skt. mrdús 'soft', Lat. mollis; cf. μέλδομαι, ἀμαλδύνω.)

German (Pape)

[Seite 446] = πλαδαρός (vgl. βλάξ), locker, schwammig, Gal.; übh. schlaff, träg, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾰδᾰρός: -ά, -όν, = πλαδαρός, μαλακός, ὑποχωρῶν εἰς πίεσιν, Γαλην. (συγγενὲς τῷ βλάξ).