Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βλακόμετρο
Greek Monolingual
το εκείνος που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέτρο βλακείας, ο πολύ βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ.<βλαξ (-κός) +μετρό. Η λ. βλακόμετρον, το μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδαΕφημερίς].