βλητικός
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que golpea, e.d. que pica de anim. op. δάκετος Ael.NA 3.32, tít. de una obra de Thphr., D.L.5.43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βλητικός, -ή, -όν) βλητός
νεοελλ.
1. ο κατάλληλος για βολή
2. το θηλ. ως ουσ. η βλητική
σύγχρονη επιστήμη που ασχολείται με τους νόμους κίνησης των βλημάτων, ιδίως αυτών που βάλλονται από πυροβόλα όπλα
αρχ.
(για ζώα) αυτός που έχει την ικανότητα να χτυπάει (και όχι να δαγκώνει) τον εχθρό του.