βλιτάς

English (LSJ)

βλιτάδος, ἡ, worthless woman, Men.955.

Spanish (DGE)

(βλῐτάς) -άδος, ἡ
mujer sin valor, simple Crates Gr. en Phot.β 174, Philem.185, Men.Fr.832.

German (Pape)

[Seite 449] άδος, ἡ, Men. bei Suid., s. βλιτομάμμας.

Russian (Dvoretsky)

βλιτάς: άδος ἡ неприятная или безобразная женщина, «кикимора» Men.

Greek (Liddell-Scott)

βλιτάς: -άδος, ἡ, εὐτελὴς γυνή, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 346.

Greek Monolingual

βλιτάς (-άδος), η (Α) βλίτον
ευτελής γυναίκα.