Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βογγητό
Greek Monolingual
και βογγητιό, το 1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα 2. υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό<(ρ.)βογγώ ή <γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός<γογγώ<γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό<ουσ.βογγητό].